εχινόκοκκος — ο παράσιτο ζωικό που ζει στα έντερα ορισμένων ζώων και προκαλεί στον άνθρωπο την εχινοκοκκίαση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταινία — (taenia solium ταινία η μονήρης). Παράσιτο του γένους των πλατυέλμινθων, της τάξης των κεστωδών, της οποίας αποτελεί τυπικό είδος. Η τ. αυτή συμπληρώνει συνήθως την τελική φάση της ανάπτυξής της παρασιτώντας στο λεπτό έντερο του ανθρώπου, όπου… … Dictionary of Greek
αγλίθα — και αγλίδα και αγουλήθρα και γλίθα και αγγλίδα, η 1. σκελίδα σκόρδου ή φέτα πορτοκαλιού, μανταρινιού κ.λπ. 2. αδένας 3. νόσος τού ήπατος τών αιγοπροβάτων, εχινόκοκκος 4. γενιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ουσ. ἄγλις*] … Dictionary of Greek
ελμινθίαση — Παρασιτική μόλυνση του οργανισμού από έλμινθες (βλ. λ.), δηλαδή σκουλήκια που ανήκουν στην τάξη των τρηματωδών, των κεστωδών, των νηματωδών και των ακανθοκεφάλων. Στον άνθρωπο μπορεί το σκουλήκι να βρίσκεται είτε με τη μορφή τέλειου σκουληκιού… … Dictionary of Greek
εχινοκοκκίαση — Νόσος που οφείλεται στη μόλυνση του ανθρώπινου οργανισμού από τα αβγά της ταινίας του εχινόκοκκου (βλ. λ.), τα οποία βρίσκονται στον οργανισμό και στα περιττώματα του σκύλου. Τα αβγά εκκολάπτονται στο έντερο του ανθρώπου. Τα έμβρυά τους τρυπούν… … Dictionary of Greek
κεστώδεις — Ομοταξία ενδοπαρασιτικών σκουληκιών που ανήκουν στους πλατυέλμινθες· είναι περισσότερο γνωστοί ως ταινίες. Όλα τα μέλη της ομοταξίας έχουν προσαρμοστεί στον παρασιτισμό του πεπτικού σωλήνα των σπονδυλοζώων. Οι κ. δεν έχουν στοματικό άνοιγμα ούτε… … Dictionary of Greek
κόκκος — ο (AM κόκκος) 1. πολύ μικρού μεγέθους καρπός που συνήθως μαζί με άλλους αποτελεί τον κυρίως καρπό, όπως τού σιταριού, τής ροδιάς, τής παπαρούνας κ.ά. φυτών, σπυρί («τοσοῡτο πλῆθος γενέσθαι, ὅσοι ἐν τῇ ῥοιῇ κόκκοι», Ηροδ.) 2. μτφ. ελάχιστη… … Dictionary of Greek
κύστη — Υμενώδης θύλακος του σώματος στον οποίο συλλέγεται υγρό· η ουροδόχος κ. Ονομάζεται επίσης παθολογική παραγωγή ή ανάπτυξη που σχηματίζεται από νεόπλαστη θήκη ή κοιλότητα, που περιέχει ρευστή, πολτώδη ή σπάνια στερεή ουσία ή αέρα. Κ. καλείται… … Dictionary of Greek
Κούζης, Αριστοτέλης — (1875 – 1961). Γιατρός και πανεπιστημιακός. Φοίτησε στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία και στη Γαλλία, όπου ασχολήθηκε με την παθολογία και την ιστορία της ιατρικής. Το 1902 επέστρεψε στην Αθήνα, όπου… … Dictionary of Greek
παράσιτο — το (ουσ.) 1. οργανισμός προσκολλημένος σε άλλον από τον οποίο ζει και τρέφεται: Η ψείρα, ο κοριός, ο εχινόκοκκος είναι παράσιτα. 2. μτφ., αυτός που με κολακείες κι άλλες εξευτελιστικές υπηρεσίες κατορθώνει να ζει σε βάρος άλλου, αλλιώς παρακεντές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)